- διατ'
- διατί , διατίindeclform (interrog)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Uncial 058 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 058 Text Gospel of Matthew 18 † Date 4th century Script Greek … Wikipedia
Codex 058 — Onciale 058 Le Codex 058, portant le numéro de référence 058 (Gregory Aland), ε 010 (Soden), est un manuscrit du parchemin en écriture grecque onciale. Sommaire 1 Description 2 Liens internes 3 Références … Wikipédia en Français
Onciale 058 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 058 texte Évangile selon Matthieu † langue Grec ancien date IVe& … Wikipédia en Français
Кодекс 058 — Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 058 Текст Евангелие от Матфея Язык греческий Дата IV век Сейчас в Австрийская национальная библиотека Размер 19 x 13 см Тип … Википедия
Ρωμαίος — ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α 1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη 2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός 3. κάθε υπήκοος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που… … Dictionary of Greek
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek
εμφανούμενος — ἐμφανούμενος και ἐμφανόμενος, η, ον (Μ) (μτχ. επίθ. από το ἐμφαίνομαι) παρών («τὸν ἐμφανούμενον ἰσασμόν ἐκδίδομεν» εκδίδουμε την παρούσα συμφωνία, Διάτ. Κυπρ.) … Dictionary of Greek
ετοιμοθάνατος — η, ο (ΑΜ ἑτοιμοθάνατος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά στον θάνατο, ο μελλοθάνατος 2. (για λύχνο) αυτός που είναι έτοιμος να σβήσει μσν. ο έτοιμος να πεθάνει, δηλ. ο απελπισμένος («ἑτοιμοθάνατοι οὐδὲ ψυχῶν ὑμῶν φείδεσθε», Θεοφάν.)… … Dictionary of Greek
στιβώ — (I) έω, ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, περπατώ, βαδίζω 2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.). (II) όω, Α 1. θλίβω, καταθλίβω 2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω*… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek